- βασιλεύοντι
- βασιλεύωto be kingpres part act masc/neut dat sgβασιλεύωto be kingpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PALMANOTHES — Aegypti Rex, in regione Heliopolitana, tempore nascentis Mosis, Auctori Chronici Alex. ubi πολλῶν, ait. βασιλέων ἡγουμένων Παλμανοθὴς ἐβασίλευσε τῶ περὶ Η῾λιούπολιν τόπων. Filiam suam nuptum dedit Chenephrae cuidam, τῶ ὑπὲρ Μέμφιν τόπων… … Hofmann J. Lexicon universale
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek